- τρελαίνομαι
- τρελαίνομαι, τρελάθηκα, τρελαμένος βλ. πίν. 45
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
αεροπαίρνω — τρελαίνομαι, «παίρνουν τα μυαλά μου αέρα» … Dictionary of Greek
βουρλίζω — και βρουλίζω Ι. 1. περνώ στο βούρλο, αρμαθιάζω 2. κάνω κάποιον να τρέμει σαν βούρλο, ερεθίζω, τρελαίνω II. βουρλίζομαι 1. τρελαίνομαι ή συμπεριφέρομαι σαν τρελός 2. εξαγριώνομαι 3. κυριεύομαι από κάποιον ακράτητη επιθυμία III. (η μτχ. παθ. παρακμ … Dictionary of Greek
χάνω — ΝΜ 1. παύω να έχω κάτι («έχασα το πορτοφόλι μου») 2. στερούμαι ένα πρόσωπο λόγω θανάτου του (α. «πέρασε ένας χρόνος από τότε που έχασε το παιδί της» β. «πῶς τοῦτο ἐσυνέβηκεν, ἐχάσαμέν σε νέαν», Διγεν. Ακρ.) 3. μέσ. χάνομαι α) εξαφανίζομαι β)… … Dictionary of Greek
τρελαίνω — τρέλανα, τρελάθηκα, τρελαμένος 1. κάνω κάποιον τρελό, παράφρονα. 2. μτφ., βασανίζω κάποιον υπερβολικά, τον ταλαιπωρώ: Με τρέλανε ο πονόδοντος. 3. το μέσ., τρελαίνομαι γίνομαι τρελός, παραφρονώ. 4. μτφ., αισθάνομαι παράφορη αγάπη ή επιθυμία για… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Контопулос — Контопулос, Димитрис Димитрис Контопулос Δημήτρης Κοντόπουλος Димитрис Контопулос @ Studio Vox Основная информация … Википедия
Контопулос, Димитрис — Димитрис Контопулос Δημήτρης Κοντόπουλος Димитрис Контопулос @ Studio Vox … Википедия
απομαίνομαι — ἀπομαίνομαι (Α) κυριεύομαι από μανία, τρελαίνομαι … Dictionary of Greek
αρρενομανώ — ἀρρενομανῶ ( έω) (AM) τρελαίνομαι για άντρες … Dictionary of Greek
διαφορώ — διαφορῶ ( έω) (AM) μσν. έχω όφελος, είμαι κερδισμένος αρχ. 1. διασκορπίζω, διαδίδω («κλέος εὐρὺ διὰ ξεῑνοι φορέουσι», Οδ.) 2. παίρνω κάτι και φεύγω 3. λεηλατώ, διαρπάζω 4. κατασπαράσσω, ξεσκίζω 5. μεταφέρω από έναν τόπο σε άλλον 6. εκκρίνω με τον … Dictionary of Greek
εκμαργούμαι — ἐκμαργοῡμαι ( όομαι) (Α) γίνομαι μανιακός από το πάθος, τρελαίνομαι … Dictionary of Greek